ἐκδικῶ

ἐκδικῶ
ἐκδικάζω
decide
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκδικάζω
decide
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκδικέω
avenge
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκδικέω
avenge
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκδικέω
avenge
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκδικέω
avenge
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που …   Dictionary of Greek

  • Ἐκδίκῳ — Ἔκδικος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδίκῳ — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκδίκωι — Ἐκδίκῳ , Ἔκδικος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδίκωι — ἐκδίκῳ , ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мьстити — МЬ|СТИТИ (80), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1.Мстить: мьсти кръвь праведьнѹ Парем 1271, 259 об.; ажь ѹбьѥть мѹжь мѹжа. то мьстити братѹ брата. любо ѡц҃ю любо с҃нѹ... ѡже ли не бѹдеть кто ѥго мьстѧ. то положити за головѹ •п҃• гр҃внъ. РПр сп. 1280, 615в; то же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γδικιώνω — 1. δικαιώνω κάποιον 2. παίρνω πίσω το δίκιο μου, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκδικώ ή < μσν. εκδικαιώνω] …   Dictionary of Greek

  • διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… …   Dictionary of Greek

  • επεκδικώ — ἐπεκδικῶ, έω (AM) εκδικούμαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εκδικώ «τιμωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπερεκδικώ — έω, Α [ἐκδικῶ] εκδικούμαι σκληρά για χάρη κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”