εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που … Dictionary of Greek
Ἐκδίκῳ — Ἔκδικος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδίκῳ — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκωι — Ἐκδίκῳ , Ἔκδικος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδίκωι — ἐκδίκῳ , ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьстити — МЬ|СТИТИ (80), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1.Мстить: мьсти кръвь праведьнѹ Парем 1271, 259 об.; ажь ѹбьѥть мѹжь мѹжа. то мьстити братѹ брата. любо ѡц҃ю любо с҃нѹ... ѡже ли не бѹдеть кто ѥго мьстѧ. то положити за головѹ •п҃• гр҃внъ. РПр сп. 1280, 615в; то же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γδικιώνω — 1. δικαιώνω κάποιον 2. παίρνω πίσω το δίκιο μου, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκδικώ ή < μσν. εκδικαιώνω] … Dictionary of Greek
διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… … Dictionary of Greek
επεκδικώ — ἐπεκδικῶ, έω (AM) εκδικούμαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εκδικώ «τιμωρώ»] … Dictionary of Greek
υπερεκδικώ — έω, Α [ἐκδικῶ] εκδικούμαι σκληρά για χάρη κάποιου … Dictionary of Greek